- γραμματολογικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που αναφέρεται στη γραμματολογία: Αφιέρωσε τη ζωή του σε γραμματολογικές μελέτες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γραμματολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει στη γραμματολογία ή έχει σχέση με αυτήν … Dictionary of Greek
γραμματειακός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γραμματεία, ο γραμματολογικός … Dictionary of Greek
γραμματειακός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη γραμματεία, ο γραμματολογικός: Γραμματειακά μνημεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)